- εσταυρωμένος
- η , ο[ν] 1. распитый;2. (ο ) распятие (крест)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εσταυρωμένος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο σταυρωμένος Ιησούς. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγιογραφία και στη ζωγραφική, για να προσδιορίσει φορητές εικόνες, πίνακες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά που εικονίζουν τον Ιησού στον σταυρό. Ο Ε. ήταν προσφιλές… … Dictionary of Greek
ἐσταυρωμένος — σταυρόω fence with pales perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… … Dictionary of Greek
Handakas — Héraklion Héraklion (el) Ηράκλειο Administration Pays … Wikipédia en Français
Handax — Héraklion Héraklion (el) Ηράκλειο Administration Pays … Wikipédia en Français
Heraklion — Héraklion Héraklion (el) Ηράκλειο Administration Pays … Wikipédia en Français
Héraklion — 35° 20′ 00″ N 25° 00′ 48″ E / 35.33333, 25.013333 … Wikipédia en Français
Iraklio — Héraklion Héraklion Ηράκλειο Données générales Pays … Wikipédia en Français
Iráklio — Héraklion Héraklion Ηράκλειο Données générales Pays … Wikipédia en Français
γομφότομος — γομφότομος, ον (Α) τρυπημένος, στερεωμένος με καρφιά, ο Εσταυρωμένος … Dictionary of Greek
Αντσέτα — (Ancheta). Επώνυμο δύο Ισπανών γλυπτών. 1. Μιγκέλ ντε Α. (Παμπλόνα αρχές 16ου αι. – 1582). Σπούδασε στην Ιταλία και υπήρξε από τους θερμότερους υποστηρικτές της ιταλικής τεχνοτροπίας στην πατρίδα του. Από τα έργα του, σημαντικότερα είναι o… … Dictionary of Greek